- μακροθύμῳ
- μακροθύ̱μῳ , μακρόθυμοςlong-sufferingmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μακροθυμώ — (AM μακροθυμῶ, έω) [μακρόθυμος] 1. υπομένω τα σφάλματα και τις αδικίες τών άλλων, είμαι μακρόθυμος, ανεκτικός («μακροθύμησον ἐπ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω», ΚΔ) 2. είμαι ανεξίκακος, επιεικής μσν. περιμένω υπομονητικά αρχ. 1. αργώ να έλθω σε… … Dictionary of Greek
μακροθυμώ — μακροθύμησα, αμτβ., δεν κρατώ κακία, παραβλέπω τα σφάλματα και τις αδικίες άλλων: Μη μακροθυμείς σε όλους για να μη σε εκμεταλλεύονται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακροθυμῶ — μακροθῡμῶ , μακροθυμέω to be long suffering pres subj act 1st sg (attic epic doric) μακροθῡμῶ , μακροθυμέω to be long suffering pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)